γαϊδουράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαϊδουράκι | τα | γαϊδουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γαϊδουράκι | τα | γαϊδουράκια |
κλητική | γαϊδουράκι | γαϊδουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- γαϊδουράκι < γαϊδούρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι