Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωματίλα οι χωματίλες
      γενική της χωματίλας
    αιτιατική τη χωματίλα τις χωματίλες
     κλητική χωματίλα χωματίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωματίλα < (χώμα) χωματ- + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωματίλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία