χωματίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωματίλα | οι | χωματίλες |
γενική | της | χωματίλας | — | |
αιτιατική | τη | χωματίλα | τις | χωματίλες |
κλητική | χωματίλα | χωματίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχωματίλα θηλυκό
- η ιδιαίτερη οσμή του βρεγμένου χώματος μετά από βροχή
- ※ Μυρίζει ανακατωμένα χωματίλα και καμένο ξύλο. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])