μπιρμπίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπιρμπίλα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μπιρμπιλίζω
- μπιρμπιλίτσα
- μπιρμπιλομάτης
- μπιρμπίλω
- μπιρμπίλωμα
- μπιρμπιλωματάκι
- μπιρμπιλώνω
- μπιρμπιλωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπιρμπίλα
|