Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιρμπιλίζω < μπιρμπίλ(α) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μπιρμπιλίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία