τσατίλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσατίλα | οι | τσατίλες |
γενική | της | τσατίλας | — | |
αιτιατική | την | τσατίλα | τις | τσατίλες |
κλητική | τσατίλα | τσατίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡saˈti.la/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσατίλα θηλυκό
- (οικείο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τσατίζω