↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσατίλας οι τσατίλες
      γενική του τσατίλα
    αιτιατική τον τσατίλα τους τσατίλες
     κλητική τσατίλα τσατίλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσατίλας < τσατίλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσατίλας και τσαντίλας αρσενικό

αμάν πια, τι τσατίλας άνθρωπος, δεν τολμάς να του πεις τίποτα!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία