Δείτε επίσης: τσατί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσατίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική çatış (σύγκρουση, διαμάχη) / çatışmak (συγκρούομαι, διαπληκτίζομαι) < çatmak (συνταιριάζω, συναρμόζω, δένω) < πρωτοτουρκική *čat- (ενώνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡saˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐τί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

τσατίζω, αόρ.: τσάτισα, παθ.φωνή: τσατίζομαι, π.αόρ.: τσατίστηκα, μτχ.π.π.: τσατισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία