Δείτε επίσης: τσατί

Ετυμολογία

επεξεργασία

τσατίζω, αόρ.: τσάτισα, παθ.φωνή: τσατίζομαι, π.αόρ.: τσατίστηκα, μτχ.π.π.: τσατισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία