Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡saˈti.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐τί‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

τσατίζομαι, π.αόρ.: τσατίστηκα, μτχ.π.π.: τσατισμένος, (ενεργ.: τσατίζω)