↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαντίλα οι τσαντίλες
      γενική της τσαντίλας των τσαντιλών
    αιτιατική την τσαντίλα τις τσαντίλες
     κλητική τσαντίλα τσαντίλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sa(n)ˈdi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐ντί‐λα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
τσαντίλα < τσατίλα < τουρκική çatış (σύγκρουση, διαμάχη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαντίλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
τσαντίλα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης čedilo (σουρωτήρι) < πρωτοσλαβική *cědidlo < *cěditi (σουρώνω, διηθώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skéyd-sti < *skeyd- (διαιρώ, χωρίζω) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαντίλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία