Δείτε επίσης: διηθῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διηθώ < αρχαία ελληνική διηθέω / διηθῶ < διά + ἠθέω (*ἤθω) «κοσκινίζω» < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁i- «κοσκινίζω»

διηθώ (παθητική φωνή: διηθούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία