Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διήθηση οι διηθήσεις
      γενική της διήθησης* των διηθήσεων
    αιτιατική τη διήθηση τις διηθήσεις
     κλητική διήθηση διηθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διηθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διήθηση < (ελληνιστική κοινήδιήθησις < αρχαία ελληνική διηθέω / διηθῶ < ἠθέω / ἠθῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈi.θi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διήθηση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διηθώ
     συνώνυμα: διύλιση, φιλτράρισμα
  2. (ιατρική) η συγκέντρωση υγρών σε σημεία του σώματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία