• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διύλιση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διύλιση οι διυλίσεις
      γενική της διύλισης* των διυλίσεων
    αιτιατική τη διύλιση τις διυλίσεις
     κλητική διύλιση διυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διύλιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διύλι(σις) + -ση. Πρόθημα (δια-) δι-

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διύλιση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διυλίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διύλιση
  • αγγλικά : refinement (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διύλιση&oldid=5467765"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 12:13

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 12:13.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας