φιλτράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλτράρισμα < φιλτράρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλτράρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του φιλτράρω για υλικές ουσίες αλλά και συναισθήματα, σκέψεις, γνώσεις
- (προγραμματισμός) η διαδικασία κατά την οποία μία ακολουθία (sequence) ή ροή (stream) δεδομένων επεξεργάζεται και παράγει μία νέα ακολουθία ή ροή