Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιλτράρισμα τα φιλτραρίσματα
      γενική του φιλτραρίσματος των φιλτραρισμάτων
    αιτιατική το φιλτράρισμα τα φιλτραρίσματα
     κλητική φιλτράρισμα φιλτραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλτράρισμα < φιλτράρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλτράρισμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του φιλτράρω για υλικές ουσίες αλλά και συναισθήματα, σκέψεις, γνώσεις
  2. (προγραμματισμός) η διαδικασία κατά την οποία μία ακολουθία (sequence) ή ροή (stream) δεδομένων επεξεργάζεται και παράγει μία νέα ακολουθία ή ροή

  Μεταφράσεις επεξεργασία