διηθητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διηθητός | η | διηθητή | το | διηθητό |
γενική | του | διηθητού | της | διηθητής | του | διηθητού |
αιτιατική | τον | διηθητό | τη | διηθητή | το | διηθητό |
κλητική | διηθητέ | διηθητή | διηθητό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διηθητοί | οι | διηθητές | τα | διηθητά |
γενική | των | διηθητών | των | διηθητών | των | διηθητών |
αιτιατική | τους | διηθητούς | τις | διηθητές | τα | διηθητά |
κλητική | διηθητοί | διηθητές | διηθητά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διηθητός < διηθώ + -τός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική filtrant)
Επίθετο
επεξεργασίαδιηθητός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να τον διηθήσουν