διηθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διηθητικός < διήθηση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική filtrant)
Επίθετο
επεξεργασίαδιηθητικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διηθώ
Δείτε επίσης : διηθητός |
διηθητικός, -ή, -ό