Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαντίλας < τσαντίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαντίλας αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  τσατίλας