τσαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαντίζω < τσατίζω, με ηχηροποίηση [t] > [d]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sanˈdi.zo/ & /t͡saˈdi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐ντί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίατσαντίζω, αόρ.: τσάντισα, παθ.φωνή: τσαντίζομαι, π.αόρ.: τσαντίστηκα, μτχ.π.π.: τσαντισμένος
- άλλη μορφή του τσατίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσαντίζω | τσάντιζα | θα τσαντίζω | να τσαντίζω | τσαντίζοντας | |
β' ενικ. | τσαντίζεις | τσάντιζες | θα τσαντίζεις | να τσαντίζεις | τσάντιζε | |
γ' ενικ. | τσαντίζει | τσάντιζε | θα τσαντίζει | να τσαντίζει | ||
α' πληθ. | τσαντίζουμε | τσαντίζαμε | θα τσαντίζουμε | να τσαντίζουμε | ||
β' πληθ. | τσαντίζετε | τσαντίζατε | θα τσαντίζετε | να τσαντίζετε | τσαντίζετε | |
γ' πληθ. | τσαντίζουν(ε) | τσάντιζαν τσαντίζαν(ε) |
θα τσαντίζουν(ε) | να τσαντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσάντισα | θα τσαντίσω | να τσαντίσω | τσαντίσει | ||
β' ενικ. | τσάντισες | θα τσαντίσεις | να τσαντίσεις | τσάντισε | ||
γ' ενικ. | τσάντισε | θα τσαντίσει | να τσαντίσει | |||
α' πληθ. | τσαντίσαμε | θα τσαντίσουμε | να τσαντίσουμε | |||
β' πληθ. | τσαντίσατε | θα τσαντίσετε | να τσαντίσετε | τσαντίστε | ||
γ' πληθ. | τσάντισαν τσαντίσαν(ε) |
θα τσαντίσουν(ε) | να τσαντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσαντίσει | είχα τσαντίσει | θα έχω τσαντίσει | να έχω τσαντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσαντίσει | είχες τσαντίσει | θα έχεις τσαντίσει | να έχεις τσαντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσαντίσει | είχε τσαντίσει | θα έχει τσαντίσει | να έχει τσαντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσαντίσει | είχαμε τσαντίσει | θα έχουμε τσαντίσει | να έχουμε τσαντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσαντίσει | είχατε τσαντίσει | θα έχετε τσαντίσει | να έχετε τσαντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσαντίσει | είχαν τσαντίσει | θα έχουν τσαντίσει | να έχουν τσαντίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσαντίζομαι | τσαντιζόμουν(α) | θα τσαντίζομαι | να τσαντίζομαι | ||
β' ενικ. | τσαντίζεσαι | τσαντιζόσουν(α) | θα τσαντίζεσαι | να τσαντίζεσαι | ||
γ' ενικ. | τσαντίζεται | τσαντιζόταν(ε) | θα τσαντίζεται | να τσαντίζεται | ||
α' πληθ. | τσαντιζόμαστε | τσαντιζόμαστε τσαντιζόμασταν |
θα τσαντιζόμαστε | να τσαντιζόμαστε | ||
β' πληθ. | τσαντίζεστε | τσαντιζόσαστε τσαντιζόσασταν |
θα τσαντίζεστε | να τσαντίζεστε | (τσαντίζεστε) | |
γ' πληθ. | τσαντίζονται | τσαντίζονταν τσαντιζόντουσαν |
θα τσαντίζονται | να τσαντίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσαντίστηκα | θα τσαντιστώ | να τσαντιστώ | τσαντιστεί | ||
β' ενικ. | τσαντίστηκες | θα τσαντιστείς | να τσαντιστείς | τσαντίσου | ||
γ' ενικ. | τσαντίστηκε | θα τσαντιστεί | να τσαντιστεί | |||
α' πληθ. | τσαντιστήκαμε | θα τσαντιστούμε | να τσαντιστούμε | |||
β' πληθ. | τσαντιστήκατε | θα τσαντιστείτε | να τσαντιστείτε | τσαντιστείτε | ||
γ' πληθ. | τσαντίστηκαν τσαντιστήκαν(ε) |
θα τσαντιστούν(ε) | να τσαντιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τσαντιστεί | είχα τσαντιστεί | θα έχω τσαντιστεί | να έχω τσαντιστεί | τσαντισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τσαντιστεί | είχες τσαντιστεί | θα έχεις τσαντιστεί | να έχεις τσαντιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τσαντιστεί | είχε τσαντιστεί | θα έχει τσαντιστεί | να έχει τσαντιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τσαντιστεί | είχαμε τσαντιστεί | θα έχουμε τσαντιστεί | να έχουμε τσαντιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τσαντιστεί | είχατε τσαντιστεί | θα έχετε τσαντιστεί | να έχετε τσαντιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τσαντιστεί | είχαν τσαντιστεί | θα έχουν τσαντιστεί | να έχουν τσαντιστεί |