Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαντίζω < τσατίζω, με ηχηροποίηση [t] > [d]

τσαντίζω, αόρ.: τσάντισα, παθ.φωνή: τσαντίζομαι, π.αόρ.: τσαντίστηκα, μτχ.π.π.: τσαντισμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία