ενεστώτας piss off
γ΄ ενικό ενεστώτα pisses off
αόριστος pissed off
παθητική μετοχή pissed off
ενεργητική μετοχή pissing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις piss και off

piss off (en)

  • τσατίζω, εκνευρίζω
    He was so bad-mannered that he pissed me off at once : ήταν τόσο αγενής που με τσάντισε απ' την πρώτη στιγμή