pissed off
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
pissed off, συγκριτικός βαθμός more pissed off, υπερθετικός most pissed off
- (αργκό) πολύ ενοχλημένος, τσατισμένος και τσαντισμένος, εξοργισμένος, θυμωμένος, έξαλλος με κάτι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
pissed off
- He was so bad-mannered that he pissed me off at once