• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ενοχλημένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική ενοχλημένος ενοχλημένη ενοχλημένο
γενική ενοχλημένου ενοχλημένης ενοχλημένου
αιτιατική ενοχλημένο ενοχλημένη ενοχλημένο
κλητική ενοχλημένε ενοχλημένη ενοχλημένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ενοχλημένοι ενοχλημένες ενοχλημένα
γενική ενοχλημένων ενοχλημένων ενοχλημένων
αιτιατική ενοχλημένους ενοχλημένες ενοχλημένα
κλητική ενοχλημένοι ενοχλημένες ενοχλημένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ενοχλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ενοχλώ

  ΜετοχήΕπεξεργασία

ενοχλημένος -η -ο

  • που έχει ενοχληθεί, πειραγμένος, λίγο θυμωμένος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ενοχλημένος
  • αγγλικά : annoyed (en), miffed (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενοχλημένος&oldid=3998920"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Αυγούστου 2018, στις 09:48

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Αυγούστου 2018, στις 09:48.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie