Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενοχλημένος η ενοχλημένη το ενοχλημένο
      γενική του ενοχλημένου της ενοχλημένης του ενοχλημένου
    αιτιατική τον ενοχλημένο την ενοχλημένη το ενοχλημένο
     κλητική ενοχλημένε ενοχλημένη ενοχλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενοχλημένοι οι ενοχλημένες τα ενοχλημένα
      γενική των ενοχλημένων των ενοχλημένων των ενοχλημένων
    αιτιατική τους ενοχλημένους τις ενοχλημένες τα ενοχλημένα
     κλητική ενοχλημένοι ενοχλημένες ενοχλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενοχλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενοχλώ

  Μετοχή επεξεργασία

ενοχλημένος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία