↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειραγμένος η πειραγμένη το πειραγμένο
      γενική του πειραγμένου της πειραγμένης του πειραγμένου
    αιτιατική τον πειραγμένο την πειραγμένη το πειραγμένο
     κλητική πειραγμένε πειραγμένη πειραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειραγμένοι οι πειραγμένες τα πειραγμένα
      γενική των πειραγμένων των πειραγμένων των πειραγμένων
    αιτιατική τους πειραγμένους τις πειραγμένες τα πειραγμένα
     κλητική πειραγμένοι πειραγμένες πειραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πειραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πειράζω

πειραγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία