δρωτσίλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δρωτσίλα | οι | δρωτσίλες |
γενική | της | δρωτσίλας | — | |
αιτιατική | τη | δρωτσίλα | τις | δρωτσίλες |
κλητική | δρωτσίλα | δρωτσίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρωτσίλα < ελληνιστική κοινή ἱδρωτίδες < αρχαία ελληνική ἱδρώς
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρωτσίλα θηλυκό
- (ιδιωματικό) (οικείο) κοκκινίλα στο δέρμα που προέρχεται από τον ιδρώτα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιδρώτας
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρωτσίλα
|