↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυρίλα οι μαυρίλες
      γενική της μαυρίλας
    αιτιατική τη μαυρίλα τις μαυρίλες
     κλητική μαυρίλα μαυρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυρίλα < μαύρ(ος) + -ίλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυρίλα θηλυκό (πληθυντικός μαυρίλες)

  1. η μεγάλη έκταση όπου κυριαρχεί το μαύρο χρώμα
  2. η σκοτεινιά
  3. (μεταφορικά) η απουσία ελπίδας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία