αβγίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβγίλα | οι | αβγίλες |
γενική | της | αβγίλας | — | |
αιτιατική | την | αβγίλα | τις | αβγίλες |
κλητική | αβγίλα | αβγίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααβγίλα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- → δείτε τη λέξη αβγουλίλα