μπαγιατίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαγιατίλα | οι | μπαγιατίλες |
γενική | της | μπαγιατίλας | — | |
αιτιατική | την | μπαγιατίλα | τις | μπαγιατίλες |
κλητική | μπαγιατίλα | μπαγιατίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαγιατίλα < μπαγιάτ(ικος) + -ίλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαγιατίλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαγιατίλα
|