Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτσίλα οι πιτσίλες
      γενική της πιτσίλας
    αιτιατική την πιτσίλα τις πιτσίλες
     κλητική πιτσίλα πιτσίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτσίλα < πιτσιλίζω + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτσίλα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, σπάνιο) άλλη μορφή του πιτσιλιά
  2. (λαϊκότροπο, σπάνιο) άλλη μορφή του πιτσιλάδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία