πιτσιλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιτσιλιά | οι | πιτσιλιές |
γενική | της | πιτσιλιάς | των | πιτσιλιών |
αιτιατική | την | πιτσιλιά | τις | πιτσιλιές |
κλητική | πιτσιλιά | πιτσιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτσιλιά θηλυκό
- η κηλίδα που σχηματίζεται από υγρό που έχει πιτσιλιστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιτσιλιά