éclaboussure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- éclaboussure < esclabousseüre < éclabousser
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éclaboussure | éclaboussures |
éclaboussure (fr) θηλυκό
- η πιτσιλιά
- (μεταφορικά) ο αντίκτυπος