Ετυμολογία

επεξεργασία
éclaboussure < esclabousseüre < éclabousser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
éclaboussure éclaboussures

éclaboussure (fr) θηλυκό

  1. η πιτσιλιά
  2. (μεταφορικά) ο αντίκτυπος

Συγγενικά

επεξεργασία