Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουστάσιο τα βουστάσια
      γενική του βουστάσιου
βουστασίου
των βουστάσιων
βουστασίων
    αιτιατική το βουστάσιο τα βουστάσια
     κλητική βουστάσιο βουστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Εκτροφή αγελάδων σε βουστάσιο.
 
Γαλακτοπαραγωγή αγελάδων σε βουστάσιο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουστάσιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουστάσιον < (βοῦς) βου- + -στάσιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vuˈsta.si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐στά‐σι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουστάσιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία