σκατίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκατίλα | οι | σκατίλες |
γενική | της | σκατίλας | — | |
αιτιατική | τη | σκατίλα | τις | σκατίλες |
κλητική | σκατίλα | σκατίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκατίλα < σκατό
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκατίλα θηλυκό
- η απωθητική μυρωδιά των κοπράνων
- (μεταφορικά) η ηθική σήψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία→ βλέπε και πιφ
σκατίλα
|