πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σήψη οι σήψεις
      γενική της σήψης* των σήψεων
    αιτιατική τη σήψη τις σήψεις
     κλητική σήψη σήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σήψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σήψη θηλυκό

  1. η οργανική αποσύνθεση
  2. (μεταφορικά) η διαφθορά ανθρώπων και η κατάρρευση αξιών

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία