décomposition
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
décomposition | décompositions |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
décomposition (fr) θηλυκό
- (βιολογία) η αποσύνθεση (ενός οργανικού υλικού), η σήψη
- (χημεία), (μαθηματικά) η διάσπαση ενός συνόλου στα συστατικά του