αποσύνθεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσύνθεση | οι | αποσυνθέσεις |
γενική | της | αποσύνθεσης* | των | αποσυνθέσεων |
αιτιατική | την | αποσύνθεση | τις | αποσυνθέσεις |
κλητική | αποσύνθεση | αποσυνθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυνθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσύνθεση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική décomposition. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + σύνθεση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσύνθεση θηλυκό
- (χημεία) η διάσπαση ενός σώματος στα χημικά συστατικά του
- αντιδράσεις αποσύνθεσης ή διάσπασης
- (ειδικότερα), (κοινά) η κατάσταση κατά την οποία οι βιολογικοί οργανισμοί αρχίζουν να χαλάνε και να αλλοιώνονται τα στοιχεία τους
- (κατ’ επέκταση) αντίστοιχη κατάσταση για κάθε μη βιολογικό οργανισμό ή κοινωνικό σύνολο
- (πληροφορική) στον αρθρωτό προγραμματισμό, η ανάλυση ενός σύνθετου προγράμματος σε μικρότερα υποπρογράμματα (ή συναρτήσεις), πιο εύκολα διαχειρίσιμα και επαναχρησιμοποιήσιμα[1]
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αποσύνθεσις (καθαρεύουσα)
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσύνθεση
επεξεργασία
- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 84, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019