↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαχειρίσιμος η διαχειρίσιμη το διαχειρίσιμο
      γενική του διαχειρίσιμου της διαχειρίσιμης του διαχειρίσιμου
    αιτιατική τον διαχειρίσιμο τη διαχειρίσιμη το διαχειρίσιμο
     κλητική διαχειρίσιμε διαχειρίσιμη διαχειρίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαχειρίσιμοι οι διαχειρίσιμες τα διαχειρίσιμα
      γενική των διαχειρίσιμων των διαχειρίσιμων των διαχειρίσιμων
    αιτιατική τους διαχειρίσιμους τις διαχειρίσιμες τα διαχειρίσιμα
     κλητική διαχειρίσιμοι διαχειρίσιμες διαχειρίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαχειρίσιμος (νεολογισμός)[1] < διαχειρίζομαι, διαχειρισ- + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

διαχειρίσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Χριστοφίδου Α. (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 13, έτος 2015, ISSN: 1106‑8027