διαχειρίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαχειρίσιμος (νεολογισμός)[1] < διαχειρίζομαι, διαχειρισ- + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίαδιαχειρίσιμος, -η, -ο
- που μπορεί κανείς να τον διαχειριστεί, συνήθως με σχετική ευκολία
διαχειρίσιμος, -η, -ο