αποσυνθετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσυνθετικός < αποσύνθεση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααποσυνθετικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποσύνθεση, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά
επεξεργασία- αποσυνθετικά
- → δείτε τις λέξεις αποσυνθέτω και συνθέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσυνθετικός
|