Δείτε επίσης: αποσυνθεμένος, αποσυντεθειμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσυνθετικός η αποσυνθετική το αποσυνθετικό
      γενική του αποσυνθετικού της αποσυνθετικής του αποσυνθετικού
    αιτιατική τον αποσυνθετικό την αποσυνθετική το αποσυνθετικό
     κλητική αποσυνθετικέ αποσυνθετική αποσυνθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσυνθετικοί οι αποσυνθετικές τα αποσυνθετικά
      γενική των αποσυνθετικών των αποσυνθετικών των αποσυνθετικών
    αιτιατική τους αποσυνθετικούς τις αποσυνθετικές τα αποσυνθετικά
     κλητική αποσυνθετικοί αποσυνθετικές αποσυνθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσυνθετικός < αποσύνθεση + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αποσυνθετικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία