Δείτε επίσης: αποσυνθετικός, αποσυντιθέμενος, αποσυνθεμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσυντεθειμένος η αποσυντεθειμένη το αποσυντεθειμένο
      γενική του αποσυντεθειμένου της αποσυντεθειμένης του αποσυντεθειμένου
    αιτιατική τον αποσυντεθειμένο την αποσυντεθειμένη το αποσυντεθειμένο
     κλητική αποσυντεθειμένε αποσυντεθειμένη αποσυντεθειμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσυντεθειμένοι οι αποσυντεθειμένες τα αποσυντεθειμένα
      γενική των αποσυντεθειμένων των αποσυντεθειμένων των αποσυντεθειμένων
    αιτιατική τους αποσυντεθειμένους τις αποσυντεθειμένες τα αποσυντεθειμένα
     κλητική αποσυντεθειμένοι αποσυντεθειμένες αποσυντεθειμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυντεθειμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσυνθέτω / αποσυντίθεμαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décomposé)

  Μετοχή επεξεργασία

αποσυντεθειμένος, -η, -ο

  • που έχει αποσυντεθεί ή τον έχουν αποσυνθέσει
    αυτός που έχει ολοκληρώσει την διαδικασία αποσύνθεσης (όχι πια αποσυντιθέμενος)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία