αποσυντεθειμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσυντεθειμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσυνθέτω / αποσυντίθεμαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décomposé)
Μετοχή
επεξεργασίααποσυντεθειμένος, -η, -ο
- που έχει αποσυντεθεί ή τον έχουν αποσυνθέσει
- αυτός που έχει ολοκληρώσει την διαδικασία αποσύνθεσης (όχι πια αποσυντιθέμενος)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποσυνθέτω, αποσυντίθεμαι, από, συνθέτω, συν και θέτω