αποσυνθεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
αποσυνθεμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσυνθέτω
- ※ Μέσα στο σύστημα υποδοχής οι ρύποι είναι εξατμισμένοι ή/και αποσυνθεμένοι και χωρίζονται εκτός του αερίου. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσυνθεμένος