rozkład
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαrozkład < rozkładać
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrozkład (pl) αρσενικό
- το πρόγραμμα, το χρονοδιάγραμμα
- η αποσύνθεση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- rozkład jazdy: το/τα δρομολόγια