σηπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σηπτικός | η | σηπτική | το | σηπτικό |
γενική | του | σηπτικού | της | σηπτικής | του | σηπτικού |
αιτιατική | τον | σηπτικό | τη | σηπτική | το | σηπτικό |
κλητική | σηπτικέ | σηπτική | σηπτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σηπτικοί | οι | σηπτικές | τα | σηπτικά |
γενική | των | σηπτικών | των | σηπτικών | των | σηπτικών |
αιτιατική | τους | σηπτικούς | τις | σηπτικές | τα | σηπτικά |
κλητική | σηπτικοί | σηπτικές | σηπτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σηπτικός < αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασίασηπτικός, -ή, -ό
- που πάσχει από σήψη
- σηπτικός ασθενής
- που προκαλεί σήψη
- σηπτικό τραύμα
- Η σηπτική δεξαμενή κατασκευάζεται στεγανή και διαμορφούται ούτως ώστε, τα λύματα να εισέρχωνται εκ του ενός άκρου, να ρέουν βραδέως και ομοιομόρφως κατά μήκος αυτής και μετά την καθίζησιν να εξέρχωνται εκ του ετέρου άκρου (ΦΕΚ-138/Β/24-2-65)
- που συνοδεύεται ή προκαλείται από σήψη
- σηπτικό σοκ