Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόπρανο τα κόπρανα
      γενική του κοπράνου
κόπρανου
των κοπράνων
    αιτιατική το κόπρανο τα κόπρανα
     κλητική κόπρανο κόπρανα
Ο ενικός, καταχρηστικά. Δείτε κόπρανα.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόπρανο < κόπραν(α) (πληθυντικός) + κατάληξη ενικού -ο < αρχαία ελληνική κόπρανα < κόπρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόπρανο ουδέτερο

  • (σπάνιο) ενικός του κόπρανα, το αποπάτημα, το σκατό, το κουράδι, η κουράδα
    ※  Τα απολιθώματα ταινίας είναι εξαιρετικά σπάνια, ωστόσο οι ερευνητές του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Ρίο Γκράντε είχαν την τύχη να εντοπίσουν μικροσκοπικά αβγά σε ένα απολιθωμένο κόπρανο καρχαρία, το οποίο έκοψαν σε λεπτές φέτες και εξέτασαν στο μικροσκόπιο. (* εφημερίδα Το Βήμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία