Δείτε επίσης: ἀποπάτημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποπάτημα τα αποπατήματα
      γενική του αποπατήματος των αποπατημάτων
    αιτιατική το αποπάτημα τα αποπατήματα
     κλητική αποπάτημα αποπατήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπάτημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποπάτημα < αρχαία ελληνική ἀποπατῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποπάτημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία