Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνίλα οι καπνίλες
      γενική της καπνίλας
    αιτιατική την καπνίλα τις καπνίλες
     κλητική καπνίλα καπνίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπνίλα < καπν(ός) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπνίλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία