↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμμυδίλα οι κρεμμυδίλες
      γενική της κρεμμυδίλας
    αιτιατική την κρεμμυδίλα τις κρεμμυδίλες
     κλητική κρεμμυδίλα κρεμμυδίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεμμυδίλα < κρεμμύδ(ι) + -ίλα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾe.miˈði.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρεμ‐μυ‐δί‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρεμμυδίλα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία