Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεφτίλα οι ξεφτίλες
      γενική της ξεφτίλας
    αιτιατική την ξεφτίλα τις ξεφτίλες
     κλητική ξεφτίλα ξεφτίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφτίλα < ξεφτιλίζω < εξευτελίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεφτίλα θηλυκό, ή ξευτίλα (λαϊκό)

  1. αυτό που παθαίνει κανείς όταν ξεφτιλίζεται, εξευτελίζεται· η ολοκληρωτική απώλεια του κύρους, της αξιοπρέπειας, ο εξευτελισμός
    Η ομάδα του έχασε με 7-0· τι ξεφτίλα!
  2. αυτός που έχει υποστεί εξευτελισμό, ο εξευτελισμένος, ο ξεφτίλας, ο τιποτένιος
    Ο άνθρωπος είναι ξεφτίλα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία