ξεφτίλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεφτίλα | οι | ξεφτίλες |
γενική | της | ξεφτίλας | — | |
αιτιατική | την | ξεφτίλα | τις | ξεφτίλες |
κλητική | ξεφτίλα | ξεφτίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεφτίλα < ξεφτιλίζω < εξευτελίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεφτίλα θηλυκό, ή ξευτίλα (λαϊκό)
- αυτό που παθαίνει κανείς όταν ξεφτιλίζεται, εξευτελίζεται· η ολοκληρωτική απώλεια του κύρους, της αξιοπρέπειας, ο εξευτελισμός
- Η ομάδα του έχασε με 7-0· τι ξεφτίλα!
- αυτός που έχει υποστεί εξευτελισμό, ο εξευτελισμένος, ο ξεφτίλας, ο τιποτένιος
- Ο άνθρωπος είναι ξεφτίλα.