Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφτιλίζω < Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια[1], ξεφιτιλίζω ( < ξε + φιτίλι) με συγκοπή του άτονου < ι > (βγάζω το φιτίλι από το λυχνάρι)
< Κατά τον Μπαμπινιώτη[2], εξευτελίζω με σίγηση του αρκτικού άτονου [e] και με αφομοίωση του [e] [i] ([teli] > [tili]). Θεωρεί την ετυμολόγηση από το ξεφιτιλίζω σημασιολογικά ανερμήνευτη, και καταλήγει στην ορθογράφηση ξευτιλίζω
Η γραφή με < φ > έχει επικρατήσει. Δείτε και ξεφτελίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.ftiˈli.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφτιλίζω, αόρ.: ξεφτίλισα, παθ.φωνή: ξεφτιλίζομαι, π.αόρ.: ξεφτιλίστηκα, μτχ.π.π.: ξεφτιλισμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ξεφτιλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.