ξεφτίλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξεφτίλας | οι | ξεφτίλες |
γενική | του | ξεφτίλα | — | |
αιτιατική | τον | ξεφτίλα | τους | ξεφτίλες |
κλητική | ξεφτίλα | ξεφτίλες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξεφτίλας < ξεφτίλ(α) θηλυκό + -ας [1] < ξεφτιλίζω < εξευτελίζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kseˈfti.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐φτί‐λας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεφτίλας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) εξευτελισμένος
- ⮡ Μα τι ξεφτίλας που είναι! δε ντρέπεται λιγάκι...
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεφτίλας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ξεφτίλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας