πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεφτίλας οι ξεφτίλες
      γενική του ξεφτίλα
    αιτιατική τον ξεφτίλα τους ξεφτίλες
     κλητική ξεφτίλα ξεφτίλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφτίλας < ξεφτίλ(α) θηλυκό + -ας [1] < ξεφτιλίζω < εξευτελίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεφτίλας αρσενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ξεφτίλας

Αναφορές

επεξεργασία