ξευτίλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξευτίλας | οι | ξευτίλες |
γενική | του | ξευτίλα | — | |
αιτιατική | τον | ξευτίλα | τους | ξευτίλες |
κλητική | ξευτίλα | ξευτίλες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξευτίλας αρσενικό
- άλλη γραφή του ξεφτίλας (για το ύψιλον, δείτε ξεφτιλίζω)