Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

  1. πίσσα και πούπουλα με τα οποία περιέλουζαν τους ανεπιθύμητους
  2. (μεταφορικά) ξεφτίλα