φαρμακίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαρμακίλα | οι | φαρμακίλες |
γενική | της | φαρμακίλας | — | |
αιτιατική | τη | φαρμακίλα | τις | φαρμακίλες |
κλητική | φαρμακίλα | φαρμακίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακίλα θηλυκό
- η έντονη μυρωδιά από φάρμακα
- μεταφορικα η πικρή γεύση
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαρμακίλα
|