↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακίλα οι φαρμακίλες
      γενική της φαρμακίλας
    αιτιατική τη φαρμακίλα τις φαρμακίλες
     κλητική φαρμακίλα φαρμακίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακίλα < φάρμακ(ο) + -ίλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρμακίλα θηλυκό

  1. η έντονη μυρωδιά από φάρμακα
  2. μεταφορικα η πικρή γεύση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία