πικρίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πικρίλα | οι | πικρίλες |
γενική | της | πικρίλας | — | |
αιτιατική | την | πικρίλα | τις | πικρίλες |
κλητική | πικρίλα | πικρίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπικρίλα θηλυκό